Τι να κάνουμε με τη ποίηση του Κάραζιτς; Σκέψεις πάνω στη δημοκρατία ως αντίφαση και τη τέχνη του μίσους ως το σημείο θραύσης της.
Εισαγωγή-Μετάφραση A ruthless critique
Τι πρέπει να κάνουμε με την ποίηση του Κάραζιτς; Ο σφαγέας της Βοσνίας ήτνα ιδιαίτερα γνωστός πριν το πόλεμο ως ποιητής. Τώρα υπάρχει μεγάλη διχογνωμία στον βαλκανικό χώρο για το αν η ποίηση του πρέπει να απαγορευτεί ή όχι. Το παρακάτω κείμενο, που είναι κομμάτι μεγαλύτερης ανάλυσης για την τέχνη και το φασισμό, τον πόλεμο, κτλ, δημοσιεύεται για δύο λόγους. Πρώτον παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την δραστηριότητα του Κάραζιτς και την αλληλοδιαπλοκή εθνικισμού, σερβικής ιδέας και τέχνης στην ύστερη Γιουγκοσλαβία. Επίσης θέτει το διαχρονικό ερώτημα του “τι είναι ένα έργο τέχνης, και αν μπορεί να διαχωριστεί από τον δημιουργό του”. Αν και προφανώς αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί στα πλαίσια αυτού του προλόγου ή του κειμένου, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι η τέχνη σε καπιταλιστικές συνθήκες είναι εξίσου δεμένη με τον δημιουργό και αυτόνομη από αυτόν. Από τη μία φέρει τη σφραγίδα και την ιδιαιτερότητα του δημιουργού της, στο περιεχόμενο, στα λόγια στην εικόνα κτλ. Ως αξία χρήσης θα λέγαμε ότι είναι αντιφατική και ιδιαίτερη γιατί φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία δεν γίνεται να τα απολέσει εύκολα, φέρει μέσα της πολλά επίπεδα λόγου, ερμηνειών και νοημάτων καθώς διαμεσολαβείται από εικόνες, έξεις κτλ. Από την άλλη το βίωμα της είναι προσωπικό και αποκομμένο από το δημιουργό καθώς βιώνεται ατομικά, τόσο γιατί αποτελεί εμπόρευμα, το οποίο μπορεί να αποθηκευτεί, να αγοραστεί, να το “κουβαλήσεις στη τσέπη” αλλά και γιατί το ιδιαίτερο βίωμα της απευθύνεται(ακόμα και όταν δεν αγοράζεται) σε άτομα, που βιώνουν την κοινωνική εμπειρία με βάση την ατομική τους υποκειμενικότητα. Δευτερευόντως το κείμενο δημοσιεύεται καθώς παρουσιάζει-άθελα- του την αντίφαση του δημοκρατικού λόγου ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των αφηρημένων σχημάτων της “ελευθερίας του λόγου”, της ηθικής βλάβης κτλ και των ιδιαίτερων συνθηκών που πυροδοτούνται από την ταξική πάλη και τις αντιφάσεις του υλικού κόσμου. Έτσι εμφανίζεται πάνω στη τέχνη και τον δημόσιο λόγο η ίδια η αντίφαση του καπιταλιστικού δημοκρατικού κράτους: από τη μία η “ελευθερία του λόγου” από την άλλη ο περιορισμός της όταν αυτή παραβιάζει την “αστική τάξη των υποκειμένων”, μια ελευθερία που προκύπτει ως μορφή ακριβώς από αυτή τη τάξη(αυτή είναι η συγχρονική αντίφαση θα λέγαμε). Από την άλλη σε βάθος χρόνου, και όχι συγχρονικά, η αντίφαση εμφανίζεται ως η ίδια η επίθεση του κράτους με αυταρχικούς όρους για να μπορέσει να αναδιαρθρωθεί και να συγκροτήσει μια αστική κοινωνία και τους αφηρημένους όρους της, από την άλλη αυτή η αστική κοινωνία μόλις συγκροτηθεί καταγγέλλει την ίδια τη διαδικασία που τη συγκρότησε. Κατά αυτό το τρόπο η αστική κοινωνία, έρχεται σε ρήξη με την ίδια τη διαδικασία που την συγκρότησε ως τέτοια, συνεπώς εμφανίζεται ως διιστορική και η “σύγκρουση” του παρελθόντος ως παρέκκλιση της.
Τον Απρίλιο του 2009, η οργάνωση PEN της Σλοβακίας, η οποία στηρίζει διωκόμενους συγγραφείς στα Βαλκάνια ,εξέδωσε ανακοίνωση (εδώ) που καταδίκαζε και κριτίκαρε την δημοσίευση σε ένα σλοβάκικο περιοδικό, ενός ποιήματος του Radovan Karadžić, του σφαγέα της Βοσνίας. Ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της Ελευθερίας του λόγου είναι τα όρια της ελευθερίας του λόγου. Τα όρια αυτά είναι η λεγόμενη “ρητορική του Μίσους”. Συνεπώς εμφανίζεται το ζήτημα του αν η δήλωση του PEN περί καταδίκης των ποιημάτων του Karadžić αντιφάσκει λογικά με την ίδια τη φύση της οργάνωσης που υπερασπίζεται τη δημοκρατία του λόγου, και το ποιές είναι η παραδοσιακές αντιφάσεις και αδυναμίες της “ελευθερίας του λόγου που προσπαθεί να βρει μια ισορροπία μεταξύ της “ελευθερίας” και των βλαπτικών συνεπειών της ελευθερίας του λόγου όταν αυτός περιέχει ρητορική μίσους. Η προσέγγιση περί “δυνατοτήτων” που αναπτύχθηκε θεωρητικά από τους Amartya Sen, Martha Nussbaum, και που η Katherine Gelber εφάρμοσε στο ζήτημα του “λόγου του μίσους” παρέχει μια πιο διορατική και χρήσιμη προσέγγιση στο θέμα.
Αν συλλάβουμε τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη ως συμβολική και αμοιβαία, τότε η αντιστροφή του παραδοσιακού θέματος της “προστασίας του συγγραφέα από τη λογοκρισία της κοινωνίας, η την αυτολογοκρισία των κοινωνικών προτύπων”γίνεται η προστασία της κοινωνίας από τους συγγραφείς, κυρίως σε περιπτώσεις που το έργο κάποιου μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική ή υλική ζημία σε μη προνομιούχες ομάδες, δηλαδή έχουμε μια περίπτωση λογοτεχνικής “ρητορικής μίσους”. Αξίζει να επαναλάβουμε εδώ, ότι ο όρος λογοτεχνική ρητορική μίσους ισχύει μόνο για τη λογοτεχνία που προκαλεί απτή βλάβη, όπως η υποκίνηση σε φυλετικό μίσος ή – όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην περίπτωση της ποίησης του Κάρατζιτς – υποκίνηση σε γενοκτονία,και όχι στα λογοτεχνικά έργα που θεωρούνται προσβλητικά σε πολιτιστικές ομάδες, ακόμα και αν αυτές οι πολιτιστικές ομάδες είναι μειονότητες σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνία ή το έθνος-κράτος.
Η λογοτεχνική ρητορική μίσους, μπορεί να οριστεί ως (συμβολικός) λόγος που δημιουργεί και προτρέπει σε διακρίσεις βάσει φυλής, κοινωνικού φίλου, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ιδιαίτερων προτιμήσεων κτλ. Για τις ανάγκες αυτής της ανάλυσης, θα δεχτούμε το γεγονός ότι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ρητορικής αυτής είναι ότι προωθεί πιθανές σοματικές βλάβες, υποκινεί επιβλαβείς κινήσεις εναντίον ομάδων κτλ καθώς τα θεωρητικά αλλά και ιστορικά παραδείγματα που έχουμε μας δείχνουν ότι κάθε τέτοιος λόγος έχει μια παρόμοια λειτουργία. Και η PEN και το περιοδικό που δημοσίευσε τα ποιήματα, υπεραπλούστευσαν το ζήτημα σε θέμα “απλης ισορροπίας της ελευθερίας του λόγου” και δεν βλέπουν το πρόβλημα της λογοτεχνικής ρητορικής του μίσους. και κυρίως αυτής του Karadžić. Αναλογιζόμενοι αυτά τα ερωτήματα πρέπει να δούμε ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο της ποίησης και της ρητορικής του λόγου, αλλά και να οικοδομήσουμε ένα τρόπο ώστε αυτοί που επηρεάζονται να “αντεπιτεθούν” σε επίπεδο δημόσιου λόγου.
Ο Karadžić και ο ποιητικός υπερεθνικισμός
Υποστηρίζω ότι η ποίηση του Karadžić όντως εμπίπτει στη κατηγόρια της ρητορικής του μίσους αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να λογοκριθεί.Ο Karadžić και η ποίηση του, απαιτεί μελέτη γιατί ενώ είναι “ρητορική μίσους” δεν είναι η συνηθισμένη. Ο Karadžić ήταν γνωστός κάπωτε ως ποιητής και η ποίηση ήταν στο επίκεντρο της συγκρότησης του εαυτού του, όπως την αντιλαμβάνονταν ο ίδιος. Ο κριτικός Sudurkowski υποστηρίζει ότι “μια ρομαντικοποιημένη macho” αισθητική διαπερνά τα ποίηματα του Karadžić που γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως ο “ποιητής”.’ Γενικότερα, τόσο στην ποίηση του, όσο και στις δηλώσεις του περί ποίησης, ο Karadžić επαναλαμβάνει εμμονικά το μοτίβο του “ποιητή- πολεμιστή”, όπου η δημιουργική ποιητική δράση είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με τη “αποστολή” και τον “ρόλο” του ποιητή ως στρατιώτη μιας ιδέας, μια αντίληψη που αντικατοπτρίζεται και στις συχνές αναφορές και μοτίβα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τις ιδέες του αλλά και στο γεγονός ότι ο πόλεμος αποτελεί το κύριο θέμα των ποιημάτων του. Αν και από αυτό δεν μπορούμε να θεωρήσουμε defacto ότι επιτελεί το ρόλο “ρητορικής μίσους”, αξίζει να σημειωθεί ότι : ο Karadžić αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ποιητή και ως πολεμιστή, και τη δραστηριότητα του στον πόλεμο ως αδιαχώριστα πράγματα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ποίηση του Karadžić πωλείται και διανέμεται διεθνώς, ενώ έχει κερδίσει και αρκετές βραβεύσεις: για παράδειγμα το 1994 η ένωση ρώσων συγγραφέων βράβευσε τον Karadžić(sic) με το ιδιαίτερα υψηλό στους λογοτεχνικούς κύκλους βραβείο ” Mikhail Sholokov”. Συλλογές ποιημάτων του εκδόθηκαν ακόμα και με την έκδοση του διεθνούς εντάλματος του ICTY για την σύλληψη του. Ενώ αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η δημοτικότητα και η περιστασιακή λογοτεχνική «αναγνώριση» της ποίησης του, έχει σχέση με το αν ή όχι η ίδια η ποίηση είναι ρητορική μίσους, αξίζει να το σκεφτούμε έχοντας κατά νου το πρακτικό ζήτημα τέτοιας δημοτικότητας: δηλαδή, ότι αν η ποίησή του αποτελεί ρητορική μίσους, ο Κάρατζιτς είχε και εξακολουθεί να έχει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό στο οποίο μπορεί να διαδώσει το ποιητικό «μήνυμα» του, της υποκίνησης σε κοινωνική βία…Ακόμα και αν αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε τη ποίηση του αγνοώντας ποιός την έγραψε, ή μην γνωρίζοντας, είναι αδύνατο να μην προσέξει κάποιος, την πληθώρα αναφορών σε μιλιταριστική και τελετουργική βία, την αγνότητα και την εθνική ανωτερότητα.
Η ποίηση του μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: σε αυτή που αναπαριστά ή ανασυγκροτεί με σύγχρονους όρους την “αρχαία” σέρβικη ιστορία και κυρίως τη μάχη των Σέρβων το 1389 στο Κόσοβο (μάχη εναντίων των Τούρκων, η μάχη αυτή έχει κομβική σημασία στη σύγχρονη εθνική αφήγηση της Σερβίας, και κυρίως του Γιουκοσλαβικού εθνικισμού). Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ποιήματα, που η θεματολογία τους είναι σύγχρονη, άλλα που ταυτόχρονα φετιχοποιεί την αξία του σύγχρονου πολέμου, και θρηνεί για την απώλεια της Εδέμ της αρχαίας Σερβίας. Αυτές οι δύο τάσεις συνυπάρχουν στην ταυτότητα του ως “ποιητή πολεμιστή, και του επιτρέπουν να εντάξει τον εαυτό του στα γεγονότα, τα οποία μέσα από την ποίηση του αποκτούν μια διάσταση “μυθολογικού παρόντος”. Σε αυτόν τον πόλεμο ο Karadzic αναπαριστά ξανά έναν αρχαίο ήρωα, σε μια ατελείωτη διιστορική μάχη, αρχαία και σύγχρονη, μυθική και μοντέρνα.
Το κύριο πρόβλημα του Karadžić και της ποίησης του, είναι η ακαταλληλότητα της.Ο κριτικός Andrew Rubin περιγράφει την ποίηση του Karadžić ως ένα τοπίο απόκοσμης και παράλογης βίας”, και ενώ ο πόλεμος αποτελεί ένα κεντρικό ζήτημα και θέμα (με ιτλους όπως “οι μπότες του πολέμου” και “η χειροβομβίδα”) ο πόλεμος είναι σχεδόν μεταφυσικός, καθώς χρησιμοποιεί πολεμικές μεταφορές για να περιγράψει συγκρούσεις ή καταστάσεις στη φύση, όπως η φράση του ότι “ρίχνει μια χειροβομβίδα στην ενέδρα της αυγής” ή αλλές φορές χρησιμοποιεί φυσικές παρομοιώσεις για να περιγράψει τον πόλεμο. Αυτός ο μεταφορικός ποιητικός λόγος άμεσα παρουσιάζει προβλήματα για τον ορισμό της “ρητορικής μίσους” και συνεπώς της ελευθερίας του λόγου, η οποία υποθέτει πάντα πως η ρητορική μίσους είναι άμεση και “ξεκάθαρη”. Επίσης διάφορες αλληγορίες της ποίησης του, ενώ αναφέρονται σε “γενοκτονικά” περιστατικά τα οποία γνωρίζουμε, δεν περιέχουν άμεσα τέτοιες αναφορές και τρόπους έκφρασης. Ένα παράδειγμα είναι η αναπαράσταση του Σαράγεβο ως “νύφης” που θέλει να την κλέψει ο “ποιητής-πολεμιστής”.
Σε αρχικό επίπεδο θα ήταν πολύ δύσκολο να διαβάσεις μια τέτοια συμβολική γλώσσα ως άμεση “ρητορική μίσους”. Παρόλα αυτα, αν συμπεριλάβει κάποιος και τις αναφορές στις αρχαίες μάχες και τη φετιχοποίηση της αρχαίας ιστορίας είναι εμφανές ότι αυτή η ποίηση αναπαριστά μια ολόκληρη κοσμοθεωρεία: τον σέρβικο υπερεθνικισμό των 90ς, στον οποίο η φυλατική κάθαρση επιβάλλεται από τους “καθαρούς”. Αν τοποθετήσουμε το έργο του Karadžić στο γενικότερο πλαίσιο της σέρβικής εθνικιστικής καλλιτεχνικής σκηνής και του κοινού της, είναι εμφανές ότι ο Karadžić χρησιμοποιεί έναν ποιητικό κώδικα που δεν είναι προσωπικός, αλλά κάθε άλλο κοινός, και που το κοινό του θα κατανοούσε, όπως επίσης και ο ίδιος ήξερε ότι το κοινό του θα κατανοούσε.
Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και ο κομβικός ρόλος που είχαν οι συγγραφείς και οι ποιητές στην προώθηση του υπερεθνικισμού κατά την περίοδο της εξουσίας του Milošević, καθώς τοποθετώντας την ποίηση του Karadžić στο ευρύτερο κοινωνικό της πλαίσιο αναπαριστά καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τη λειτουργία της ως “ρητορικής μίσους”.
Ο Rei Shigeno έχει δείξει πως οι σέρβοι εθνικιστές διανοούμενοι, και συγκεκριμένα όσοι εμπλέκονταν στο περιοδικό Praxis, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στα τέλη του 1980ς, στην έμμεση επαναφορά του εθνικισμού στο δημόσιο λόγο, μέσω τις ανάμιξης του με σοσιαλιστικές ιδέες ώστε να μην μπορεί πλέον ο εθνικισμός να θεωρηθεί αστικός(ΣτΜ αυτό έγινε ύστερα από σοβαρές ανακατατάξεις και διασπάσεις στο εσωτερικό της ομάδας praxis τόσο από την παρέμβαση του κράτους όσο και από την γενικότερη πορεία του Γιουκοσλαβικού κράτους, για πιο πολλά δες εδώ).Ο Shigeno πως ο σέρβος συγγραφέας Dobrica Cosic ήταν η πρώτη δημόσια φιγούρα που έθιξε το ζήτημα ρου εθνικισμού δημόσια. Στα 1980s, όταν η ρητορική περί εθνικισμού είχε αυξηθεί έντονα, ο Cosic ήταν μια από τις σημαντικότατες υπογραφές του Μνημονίου της Σερβικής ακαδημίας τεχνών και επιστημών, ( ΣτΜ εγγράφου που κάνει πρώτη φορά λόγο για καταπίεση των σέρβων από τα άλλα ομόσπονδα κράτη και ότι η εξουσία της ομοσπονδίας θα πρέπει να παραμείνει σε σέρβικα χέρια) που μετά θεωρήθηκε ως η κομβική στιγμή του Σέρβικου εθνικισμού και χρησιμοποιήθηκε για να παρέχει ιδεολογική και λογική κάλυψη στα εγκλήματα πολέμου της σερβικής πλευράς.
Ο σερβικός εθνικισμός δεν προωθήθηκε μόνο από “υψηλού επιπέδου” καλλιτέχνες: ο Robert Hudson έχει αναλύσει τον ρόλο που έπαιξε η λαϊκή μουσική turbo-folk,(σέρβικος και βουλγάρικος όρος για το “σκυλάδικο”) στην συγκρότηση της σερβικής εθνικής υπερηφάνειας στα 80ς και στα 90ς. Συνεπώς, η ποίηση του Karadžić όταν τοποθετηθεί στο ευρύτερο ιστορικό και καλλιτεχνικό συγκείμενο, μας κάνει να κατανοούμε καλύτερα τις καταστάσεις και το ρόλο της στον εθνικισμό : ακόμα και αν (και ειναι πιθανόν) η ποίηση του αυτή καθ’αυτή δεν είναι προφανώς ικανή να δημιουργήσει μια εθνικιστική υστερία, όταν γίνει κατανοητή στο ευρύτερο συγκείμενο είναι εμφανές ότι μπορεί να επικοινωνήσει και να νομιμοποιήσει το περιεχόμενο της γεμάτο μίσος και έχθρα.
Ένα άλλο ζήτημα είναι το πως ο ίδιος ο Karadžić χρησιμοποίησε την ποίηση του την περίοδο του πολέμου.Ο Surdukowski σημειώνει ότι,κατά τους πολέμους, ο Karadžić συνήθιζε να απαγγέλει ποιήματα του αλλα και ποιήματα άλλων ποιητών(κυρίως εθνικιστών) ποιητών όπως ο Njegos κατά τη παραμονή του στο μέτωπο. (και εδώ). Επιπλέον, κινηματογραφικό υλικό από τον Paul Pawlikowski δείχνει τον Karadžić και τον αμφιλεγόμενο ρώσο εθνικιστή-εθνικομπολσεβίκο Eduard Limonov να απαγγέλλουν ποίηση και ταυτόχοχνα να βάλλουν εναντίον του Σαράγεβο, ενώ η πόλη ήταν υπό πολιορκία , κυριολεκτικά συνδέοντας τα εγκλήματα πολέμου με τις ποιητικές τους δραστηριότητες την ίδια στιγμή. Σε κάποια φάση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Karadžić αποτελεί “παράδειγμα για τους αναγνώστες της ρητορικής του μίσους του: όπως φαίνεται στο κινηματογραφικό υλικό, ο ίδιος πράττει αυτό που υποκινεί αλλους να πράξουν.
Αν η ποίηση του λοιπόν είναι ρατσιστική και παρακινεί σε διακρίσεις, τότε υπάρχει το δίλημμα του αν πρέπει να απαγορευτεί ή όχι. Πριν όπως πάμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να απαντήσουμε στο αν τα εγκλήματα πολέμου βαραίνουν τον ίδιο ατομικά, και το τι επίδραση έχει ατό στην ποίηση του. Ενώ ο Karadžić και η ποίηση του, μας παρέχουν μια πλήρη εικόνα της πρακτικής και της μορφής του “λόγου του μίσους” αυτό δεν αναιρεί αποτελεσματικά την κλασσική αρχή του ότι πρέπει να διαχωρίζουμε την ζωή του καλλιτέχνη από το έργο αυτό καθ’ αυτό.
Το συγκεκριμένο ζήτημα — του πως να χειριστής κάποιον που είναι ταυτόχρονα, και Riefenstahl και Hitler δηλαδή είναι και καλλιτεχνικός δημιουργός και κεντρική πολιτική φιγούρα σε γενοκτονίες και απολυταρχικά καθεστώτα, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αν αναλογισούμε αυτό που είπαμε παραπάνω ότι ακόμα και χωρίς το συγγραφέα, η ποίηση του μερικές φορές είναι εμφανώς στρατιωτικοποιημένη και αποτελεί δείγμα “ρητορικής μίσους”. Παρόλα αυτά αναδεύεται το ερώτημα του τι να κάνει κάποιος με την καλλιτεχνική δημιουργία φασιστών ή εγκληματιών πολέμου που η ίδια η δημιουργία δεν παραπέμπει σε εγκλήματα άμεσα.
Η μοναδικότητα της γενοκτονίας, και έτσι η μοναδικότητα της ρητορικής μίσους περί γενοκτονίας, σε αντίθεση με άλλες μορφές της ρητορικής μίσους, φέρνει στο προσκήνιο την ένταση μεταξύ – αφενός – της ανάγκης για την «εξατομίκευση της ενοχής», όπως τονίζεται στη θεωρία της δικαιοσύνης και το νομικό πλαίσιο των δικαστηρίων εγκλημάτων πολέμου – και, από την άλλη πλευρά, η έμφαση στην κοινωνική επιστήμη και την ιστορική ανάλυση της γενοκτονίας, της ευρύτερης κατάστασης για το «πολιτιστικό και πολιτικό κλίμα» που επέτρεψε τη γενοκτονία, το οποίο έχει εξερευνηθεί από θεωρητικούς όπως η Arendt,ο Adorno και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Πρέπει να εξετάσουμε τι εννοούμε με τον όρο « ρητορική μίσους περί γενοκτονίας», για να μπορέσουμε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο κατάλληλα από την παραδοσιακή «ελευθερία της έκφρασης»,και το πως προσεγγίζει το θέμα αυτή.
ποιήματα του μπορείτε να βρείτε εδώ
Αναδημοσίευση από