«Να έχεις εσωτερικούς κατασκόπους σημαίνει να χρησιμοποιείς αξιωματούχους του εχθρού. Αξιόλογους ανθρώπους που έχουν καθαιρεθεί από τα αξιώματα τους, εγκληματίες που έχουν τιμωρηθεί· επίσης ευνοούμενες και παλλακίδες άπληστες για χρυσάφι, ανθρώπους που καταπιέζονται σε δευτερεύουσες θέσεις, ή έχουν αγνοηθεί στην διανομή των αξιωμάτων, άλλους που φοβούνται ότι θα χάσει η πλευρά τους, ευμετάβλητους αποστάτες που πάντα θέλουν να τα έχουν καλά και με τις δύο πλευρές». Σουν Τζου, Η Τέχνη του Πολέμου, Χρησιμοποίηση Κατασκόπων
«Αν το κόμμα θεωρεί ότι είμαι προδότης θα έχει τις πληροφορίες του». Νικος Πλουμπίδης (1902-1953), επικεφαλής της παράνομης κομματικής οργάνωσης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ τον Μάρτη του 1949
«Για να προδώσεις, πρέπει πρώτα να ανήκεις». Kim Philby, 1912-1988, άγγλος διπλωμάτης και σοβιετικός κατάσκοπος
Η λέξη δόγμα προέρχεται από το ρήμα «δοκείν» (=νομίζειν, φρονείν) και σημαίνει αρχικά ό,τι φαίνεται σε κάποιον καλό, σωστό, το φρόνημα, η αρχή, η γνώμη, η πίστη (Πλάτωνος Σοφ. 256C: «τω των πολλών δόγματι και ρήματι χρώμενος»).
Ο όρος στην συνέχεια μετατέθηκε στην έννοια της φιλοσοφικής θέσεως (π.χ. Πλουτάρχου, Ηθ. 14 Β: «τα περί ψυχών δόγματα» ή τα δόγματα των στωϊκών κ.λπ.). Μετέπειτα ο όρος σημαίνει αποφάσεις πολιτειακού κύρους (Πλάτωνος Νομ. 644D: «δόγμα πόλεως», Λουκά 2/β΄ 1: «εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι»). Εδώ πλέον ο όρος προσλαμβάνει το νόημα του υποχρεωτικού, δηλαδή τον χαρακτήρα του κύρους και της αυθεντίας.
Μέσω της Παλαιάς Διαθήκης και του Ιουδαϊσμού προσλαμβάνει θρησκευτικήν έννοια και πάλι, όμως, με νομικό-υποχρεωτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και στον Απ. Παύλο έχει κατ’ αρχήν αρνητική σημασία (Κολοσσαείς 2/β΄ 14: ο Χριστός εξήλειφε «το καθ’ ημών χειρόγραφον τοις δόγμασι» και Εφεσίους 2/β΄ 15 «τον νόμον των εντολών εν δόγματι καταργήσας»). Τέλος, στον Λουκά δίδεται η πρώτη θετική σημασία, που επρόκειτο να επιβληθεί έκτοτε στη χριστιανική χρήση: Πράξεις 16/1ς΄ 4: «φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκυρωμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων».
Μία ιδεολογία αποτελεί, εκτός των άλλων, ένα κλειστό σύστημα, του οποίου το δόγμα ή τα δόγματα αποτελούν συστατικά χαρακτηριστικά.
Τα δόγματα δεν επιβάλλονται απλά στο κομματικό εκκλησίασμα ή σε κάθε άλλο κομματικό ή επαναστατικό, αλλά στηρίζονται στα σκόπιμα ψεύδη και όχι στα «λάθη». Το ψεύδος συχνά πυκνά βαδίζει αγκαλιά με την άγνοια, την τροφοδοτεί και τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Έτσι, η ιδεολογία προβάλλεται ως το κέλυφος που προστατεύει αυτό ακριβώς το σκόπιμο ψεύδος, την αποδοχή του και την υποταγή στον φορέα που το ορίζει. Γνωρίζουν οι τεχνικοί της εξουσίας, ότι η αμφισβήτηση αποτελεί το σπόρο για την αυριανή ανταρσία, αποτελεί μιαν ελπίδα, μια αχτίδα φωτός. Όταν, βέβαια, δεν στηρίζεται σε αυταπάτες κάθαρσης του εξουσιαστικού βάλτου.
Γι’ αυτό τον λόγο, η κομματική ορθοδοξία, η επαναστατική ορθοδοξία, έχουν χρέος και το τιμούν είναι αλήθεια με μεγάλη υπευθυνότητα, αφού πρώτα εντοπίσουν τους αιρετικούς, στην συνέχεια να τους απομονώσουν, να τους συκοφαντήσουν, να τους κυνηγήσουν ανελέητα, να τους εκδιώξουν προτού μολύνουν τους πιστούς.
Εδώ πάλι, όπως γνωρίζουν πολύ καλά τα κομματικά ιερατεία, σημασία πρώτα απ’ όλα έχει η ισχύς, που απορρέει από τον παραδειγματισμό. Όσο μεγαλύτερη σκληρότητα επιδεικνύεται τόσο λιγότεροι θα σηκώσουν κεφάλι στο μέλλον και ακόμη λιγότεροι θα ξανασκεφτούν να στραφούν σε ίδιες ή παρόμοιες κατευθύνσεις.
Η θρησκευτική προσήλωση στα τιθέμενα δόγματα προσφέρει σε ένα κόμμα ή σε ένα κίνημα στέρεο έδαφος επιβολής, απαντήσεις οριστικές και «πλήρεις», «αυτονόητα» και «βεβαιότητες», κατοχύρωση της παράδοσης και της συνέχειας ενταγμένες αμφότερες σε μια αέναη ιστορικότητα, κάτοχος της οποίας παραμένει στον αιώνα τον άπαντα το κόμμα, θεόπνευστο και πανταχού παρόν…
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επειδή ρητά επιβάλλεται η προσήλωση σε ένα ή περισσότερα δόγματα, αυτή ακριβώς η δογματική εμμονή αποτρέπει πάντοτε την αναζήτηση διεξόδων, που θα προσφέρουν κάποιου είδους «χαλάρωση».
Το αντίθετο μάλιστα, αφού η αποδοχή ή η παρότρυνση σε «λελογισμένες» αλλαγές ή έστω η φαινομενική παραχώρηση εδάφους για την διατύπωση κριτικών ενστάσεων φαίνεται δόκιμη στην κατεύθυνση συγκράτησης των ιδιαίτερα δυσαρεστημένων πιστών σε συγκεκριμένες συνθήκες ή «δικαιολόγησης» των κακώς κείμενων.
Για τους αναρχικούς, βέβαια, δεν έχει καμία σημασία η νομιμοποίηση μιας ή περισσοτέρων εξουσιών με όποιον τρόπο και αν αυτή γίνεται. Δεν αμφισβητούμε την νομιμοποίηση οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, ούτε κατακρίνουμε απλά τις αυθαιρεσίες της, δεν απορρίπτουμε με άλλα λόγια τις διαδικασίες στεγανοποίησής της που στο κάτω-κάτω βρίσκονται πάντοτε σε άμεση συνάρτηση με εκείνες της διάχυσης των εξουσιαστικών λογικών και σχέσεων στην κοινωνία.
Οι θεωρίες μπορεί να πεθαίνουν στη θέση των ανθρώπων, όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Karl Popper (αυστριακός φιλόσοφος, 1902-1994), όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να συντρίβονται με κάθε τρόπο ή να εξολοθρεύονται στην κυριολεξία λόγω των συλλογικών ψευδαισθήσεων ή ακόμη και αδιανόητων προκαταλήψεων, που κατασκευάζονται στα εργαστήρια κάθε δόγματος.
Η περίπτωση της βρετανο-θιβετανής σύγκρουσης του 1905 είναι ενδεικτική. Όταν τα βρετανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Θιβέτ υπό τον Francis Younghusband, οι θιβετανοί λάμα διαβεβαίωσαν τους συμπατριώτες τους ότι είχαν «μαγέψει» τις σφαίρες των αντιπάλων και τις είχαν καταστήσει ακίνδυνες. Η κοινή πίστη των θιβετανών στρατιωτών σ’ αυτήν τη διαβεβαίωση τόνωσε το ηθικό τους. Όσο μεγάλο, όμως, κι αν ήταν το ψυχικό τους σθένος, οι σφαίρες των άγγλων παρέμειναν φυσικά αμάγευτες σκορπίζοντας τον όλεθρο στους θιβετανούς.
Κάθε είδους δόγμα, λοιπόν, ήταν, είναι και παραμένει εχθρός της αλήθειας, ή υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να γίνει αποδεκτό;
Μπορούμε οι αναρχικοί με οποιοδήποτε τρόπο να ταυτιστούμε, είτε με το κομματικό εκκλησίασμα, είτε να θελήσουμε να μιμηθούμε τους κομματικούς ιερείς, που το διαφεντεύουν για να γίνουμε περισσότερο αποτελεσματικοί;
Η θεωρούμενη ως ευνόητη αρνητική απάντηση, δυστυχώς, δεν καλύπτει την άλλο τόσο δύστυχη κινηματική «πραγματικότητα» με τις ουκ ολίγες αριστερές «συνήθειες» για τις οποίες επίσης ουκ ολίγοι καμαρώνουν. Η σύγχυση, η αβεβαιότητα, η διάψευση είναι οι καλύτερες εγγυήσεις και τα προαπαιτούμενα για την μετάβαση και την προσαρμογή.
Οι αναρχικές ιδέες και πρακτικές πράγματι δεν είναι αποστειρωμένες, δεν αποτελούν έναν κώδικα απαραβίαστο που τον ερμηνεύουν οι μυημένοι για να γίνει κατανοητός στους πιστούς ή τους μελλοντικούς προσήλυτους. Οι αναρχικοί κάνουν λάθη, αναγνωρίζουν σφάλματα, είτε σε απόψεις που διατύπωσαν είτε στον τρόπου που έδρασαν για να επιτύχουν όσα συμφώνησαν συλλογικά. Όμως, δεν αμφιταλαντεύονται ούτε στιγμή για το αν μάχονται κάθε είδους επιβολή, αν θα πρέπει να δεχτούν το ψεύδος, να καλλιεργήσουν την άγνοια, να αποδεχτούν την λήθη. Με άλλα λόγια, δεν καταφεύγουν στο ιδεολογικό πηγάδι της αριστεράς για να δανειστούν τα χρειαζούμενα εργαλεία «αποτελεσματικότητας».
Θα επισημάνει κάποιος και δικαιολογημένα, ότι με τα ευχολόγια ή ακόμη και με τις πιο ακριβείς επισημάνσεις δεν λύνονται, όχι μόνο τα σοβαρότερα των προβλημάτων αλλά ούτε και εκείνα που μοιάζουν πιο προσιτά.
Coup d’oeil είναι μια έκφραση στην γαλλική γλώσσα που σημαίνει ματιά. Έναν ορισμό του Coup d’oeil βρίσκουμε στο Περί του Πολέμου του Καρλ φον Κλάουζεβιτς: «…Για να βγει νικητής από αυτή την αδιάκοπη πάλη με το άγνωστο, χρειάζονται στο πνεύμα δυο απαραίτητες ικανότητες. Η πρώτη είναι αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν μεταφορικά Coup d’oeil, είναι ένα εσωτερικό φως που, ακόμη και μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, φωτίζει αρκετά τη νόηση, ώστε να της επιτρέπει να ανακαλύπτει μερικά ίχνη απ’ το δρόμο, που οφείλει να την οδηγήσει στην αλήθεια. Η δεύτερη είναι το αποφασιστικό πνεύμα, που της δίνει το θάρρος να αφεθεί να οδηγηθεί απ’ το αμυδρό αυτό φως […] Δεν είναι, λοιπόν, με την έννοια της φυσικής όρασης, αλλά συχνότερα ακόμα με αυτήν της διανοητικής όρασης, που πρέπει να κατανοήσουμε την έκφραση Coup d’oeil, και μολονότι από την ιδέα που εμπεριέχει, περιέρχεται φυσικότερα μάλλον στο πεδίο της τακτικής παρά σε εκείνο της στρατηγικής, εξυπηρετεί επίσης τέλεια αυτή την τελευταία, στην οποία είναι τόσο συχνά αναγκαίο να παρθούν γρήγορες αποφάσεις».
Ας δούμε, λόγου χάρη, το ζήτημα της καταστολής με μιαν άλλη «ματιά».
Πρόσφατα, το 2013, εκδόθηκε το βιβλίο του Μ. Ανδρουλάκη, Ο Κόκκινος Κάβουρας, που αναφέρεται στον «εντοπισμό» ενός πράκτορα και συγκεκριμένα του Ηλία Σταμπουλίδη υπεύθυνου του «παράνομου» μηχανισμού Δυτικής Γερμανίας επί χούντας. Με την επιστροφή του, ο Σταμπουλίδης το 1975 στην Ελλάδα, ως μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τοποθετείται γραμματέας της Κ.Ο. Θεσσαλονίκης με την ευθύνη της καθοδήγησης των κοµµατικών οργανώσεων Μακεδονίας-Θράκης, μαζί με το Κώστα Τσολάκη µέλος του ΠΓ του ΚΚΕ και τον Κώστα Βουλγαρόπουλο µέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Σταμπουλίδης, έχοντας στις βαλίτσες του την φήμη του σκληροπυρηνικού, παραμέρισε ο ίδιος και οι γύρω από αυτόν κάθε διαφορετική άποψη ως «αντικοµµατική θέση», ενώ οι διαφωνούντες αντιμετωπίστηκαν με την συνήθη «λάσπη», δηλαδή παλιά μου τέχνη κόσκινο για το ΚΚΕ.
Το 1983, το Πασοκ, μέσω της άμεσης πρόσβασης που είχε πλέον στις μυστικές υπηρεσίες, κάνει ένα «δωράκι» στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, γνωστοποιώντας ότι ο «αταλάντευτος και αλύγιστος» γραµµατέας της Κοµµατικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης και µέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Ηλίας Σταµπουλίδης ήταν ο «τέλειος διπλός άνθρωπος» στο Κόμμα και στην ΚΥΠ, ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, όπως επίσης και δέκα επτά μεσαία και ανώτερα στελέχη του κόμματος.
Ο Ανδρουλάκης αναφέρει στο βιβλίο του, ότι στις 8 Ιανουαρίου του 1983 μέλη του κόμματος υποχρέωσαν τον Α-25 να επιστρέψει στην Δ. Γερμανία μετά της συζύγου του. Ο Ανδρουλάκης παραλείπει, βέβαια, να αναφέρει ότι στα απλά μέλη επιβλήθηκε να χάψουν το παραμύθι που έλεγε ότι ο Σταμπουλίδης ήταν ο «καημένος» αδύναμος χαρακτήρας και επειδή η σύζυγος του τον εγκατέλειψε με τα παιδιά επιστρέφοντας στην Δ. Γερμανία εκείνος την ακολούθησε εγκαταλείποντας το κόμμα του «λαού»:
«Έτσι, λοιπόν, το βράδυ του Προδρόμου Ιωάννη, κάποιοι θα πουν λίγο νωρίτερα, έκλεισε οριστικά η υπόθεση του Α-25 και δεκαεπτά –μεσαίων και κατώτερων– στελεχών που «δούλευαν» μέχρι το 1982 για τις μυστικές υπηρεσίες μέσα στο Κόμμα. Τίποτα δεν διέρρευσε στον Τύπο σε μια χώρα που και μύγα να σηκωθεί, όλοι το μαθαίνουν κι όλοι μιλούν αδιάκριτα, ασταμάτητα. Το μέγα πολιτικό σκάνδαλο για την δημοκρατία –να λειτουργούν ακόμη, παρά τις αποχουντοποιήσεις και τις εκκαθαρίσεις, οχτώμισι χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, κυπατζίδικοι μηχανισμοί στα κόμματα της Αριστεράς, της θεσμικής και της ακραίας «αντισυστημικής», καθώς και στα ΜΜΕ και γενικότερα στην δημόσια ζωή αποσιωπήθηκε. Οι μεν ήταν υπόλογοι, οι δε φοβούνταν το πλήγμα στην αξιοπιστία των κομμάτων».
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη νοητική προσπάθεια για να καταλάβουμε ότι η μη καταγγελία από το ΚΚΕ της ύπαρξης πράκτορα, όχι απλά στο κόμμα, αλλά στην ηγεσία του (με συμμετοχή σε «εμπιστευτικές» αποστολές στο εξωτερικό, στις οποίες συμμετείχε ολιγομελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ) δεν είχε να κάνει μόνο με την απογοήτευση ή την καχυποψία, που θα έσπερνε η είδηση στα απλά μέλη με ενδεχόμενη απομαζικοποίηση των κομματικών του οργανώσεων ιδιαίτερα των νεολαιίστικων.
Η μη ανοικτή καταγγελία και δημοσιοποίηση του ρόλου του πράκτορα της ΚΥΠ (προφανώς και των αμερικανών) Σταμπουλίδη, αλλά και δεκάδων μικρότερης εμβέλειας στελεχών, αλλά παρ’ όλα αυτά όχι με ασήμαντη θέση στο κόμμα, αποτελούσε μέρος της διαπραγμάτευσης του ΚΚΕ, τόσο με την κυβέρνηση του Πασοκ όσο και με τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής.
Έτσι, τα πρόβατα της κομματικής στάνης δεν έμαθαν τότε ότι η κομματική γραμμή αποδεδειγμένα, τόσα χρόνια μετά την διάβρωση που επέτυχε η ασφάλεια του Μανιαδάκη, που έφθασε να εκδίδει δικό της Ριζοσπάστη, συνδιαμορφωνόταν με τις μυστικές υπηρεσίες, ντόπιες και ξένες.
Δηλαδή με άλλα λόγια η εργατική τάξη και τα απλά μέλη του «κώμματος» στην Θεσσαλονίκη και αλλού δεν πληροφορήθηκαν ουδέποτε το γεγονός της έκτασης της διάβρωσης και μάλιστα τόσο ψηλά στην ιεραρχία, γιατί το κόμμα παζάρευε πλέον μετά την νομιμοποίηση του από τον Καραμανλή, το ποσοστό που του αναλογούσε ή πίστευε ότι του αναλογούσε στα σώματα ασφαλείας, στον στρατό και φυσικά στην ΚΥΠ. Επειδή το κόμμα παζάρευε ακόμη την θέση του στους μεταπολιτευτικούς πολιτικούς συσχετισμούς χωρίς να έχει κανένα μα κανέναν ενδοιασμό.
Αυτή ακριβώς ήταν και παραμένει η ουσία του αιτήματος της αριστεράς εν γένει για εκδημοκρατισμό των μυστικών υπηρεσιών και κατάργηση των «στεγανών» της ΚΥΠ μεταπολιτευτικά και μέχρι τις μέρες μας. Αυτό ακριβώς ήταν ένα σημαντικό μέρος, μια σημαντική προοπτική μιας ευρύτερης συναλλαγής που έφερε εις πέρας η ηγεσία Φλωράκη τότε.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, οι συναλλασσόμενοι αμφότεροι δίνουν και λαμβάνουν. Αν ανατρέξει κάποιος στην εποχή εκείνη, θα διαπιστώσει εύκολα τα ανταλλάγματα που έδωσε το ΚΚΕ και που εκφράζονται τόσο με την απουσία των απεργιών, όσο και με τις ευλογίες που έδωσε αρχικά στην κυβέρνηση του Πασοκ. Είναι βέβαιο, ότι με δεδομένη την αναρρίχηση του Α–25 στην ιεραρχία του κόμματος (ο Ανδρουλάκης ομολογεί ότι ήταν πολύ πιθανή ακόμη και η κατάληψη της θέσης του γενικού γραμματέα εκ μέρους του ή τουλάχιστον ήταν ανάμεσα στα φιλόδοξα γι’ αυτήν την θέση στελέχη) το κόμμα της εργατικής τάξης (τρομάρα τους!) έδωσε τα δέοντα ανταλλάγματα στα οποία είναι αδύνατον να μην συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα (που έβγαλε «εκτός δράσης» από το τσούρμο των σταλινικών που πηγαινοέρχονταν στην Σοβιετική ένωση για την κατάλληλη «επιμόρφωση» από την KGB) που πιθανόν να ενδιέφεραν τις μυστικές υπηρεσίες.
Εδώ πρέπει να κάνουμε μιαν ακόμη επισήμανση. Σκέπτεται κάποιος, ότι οι μυστικές υπηρεσίες αλλά και η κυβέρνηση του Πασοκ να «έκαψαν» τον Α-25 εάν δεν είχαν ανάλογους πράκτορες σε ανάλογες θέσεις; Είναι αστείο και να αναρωτιόμαστε για κάτι τέτοιο. Φυσικά και δεν «εξάρθρωσαν» όλον τον μηχανισμό. Φυσικά και έδωσαν ένα «μέρος» μόνο και όχι τα πάντα.
Στην ιταλική γλώσσα, από την οποία προέρχεται η λέξη, ruffiano σημαίνει το αδυνατισμένο και ψωριάρικο άλογο (stallone ruffiano), το οποίο βάζουν με τη φοράδα κατά την περίοδο του οίστρου της. Επειδή η φοράδα είναι ζόρικο ζωντανό και τις πρώτες ημέρες του οίστρου της γίνεται πολύ επιθετική, δαγκώνοντας και κλωτσώντας, με κίνδυνο να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό, οι εκτροφείς για να προστατεύσουν τον καθαρόαιμο επιβήτορα βάζουν για λίγο το ρουφιάνο με τη φοράδα, ο οποίος δεινοπαθεί. Αφού αρχίσει η φοράδα να «μαλακώνει» τότε αποσύρουν τον κακομοίρη το ρουφιάνο και βάζουν τον επιβήτορα για την αναπαραγωγή. Έτσι, η λέξη αρχικά χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει τον αχυράνθρωπο, τον αναλώσιμο, που αναλαμβάνει ποταπές αποστολές, με σκοπό να μην εκτεθεί ο τις περισσότερες φορές υψηλά ιστάμενος και φυσικά κρυπτόμενος εντολέας. Κάθε παραλληλισμός με τους επιβήτορες της αριστεράς είναι τουλάχιστον διεστραμμένος και προβοκατόρικα ύποπτος…
Μα θα πουν ορισμένοι, αυτές είναι παλιές ιστορίες ξαναζεσταμένες σούπες από τον Μίμη τον οπορτουνιστή που θέλει το κακό του κόμματος. Ας έρθουμε, λοιπόν, στο παρόν για να θαυμάσουμε την ομιλία του βουλευτή του ΚΚΕ Χρήστου Κατσώτη στο 3ο Τακτικό Συνέδριο της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στην ΕΥΠ στις 24-10-2013:
«Γι’ αυτό προτείνουμε κοινή δράση και συμμαχία εργαζομένων, φτωχών αγροτών, αυτοαπασχολούμενων μαζί με τις γυναίκες, τους φοιτητές, τους σπουδαστές, με στόχο την παρεμπόδιση των μέτρων, να μην παρθούν άλλα, να ακυρωθούν όσα ήδη ισχύουν, να ανοίξει ο δρόμος ώστε αυτή η συμμαχία που αφορά την πλειοψηφία του λαού να δώσει τελικά φιλολαϊκή λύση.
Κατά τη γνώμη μας, κανένας τίμιος άνθρωπος όπου κι αν απασχολείται δεν πρέπει να ανεχθεί την απάνθρωπη ναζιστική θεωρία και την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής. Ιδιαίτερα το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων να μην ανεχθούν τους υμνητές του ναζισμού και τις αντιδραστικές και εχθρικές προς τα λαϊκά συμφέροντα επιδιώξεις τους. Είμαστε σίγουροι ότι ο λαός έχει τη δύναμη να απομονώσει και να ξεριζώσει τη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Είναι επίσης ανάγκη να προχωρήσει όλη η ερευνητική διαδικασία για την εγκληματική της δράση».
Ναι, καλά καταλάβατε. Ο βουλευτής του ΚΚΕ προτείνει «κοινή δράση» και «συμμαχία» εργαζομένων στην ΚΥΠ με τους φτωχούς αγρότες, τους αυτοπασχολούμενους μαζί με τις γυναίκες, τους φοιτητές, τους σπουδαστές για να δοθεί «τελικά φιλολαϊκή λύση». Δεν ξεχνά βέβαια να παροτρύνει τους «τίμιους» Κυπατζήδες να μην ανεχθούν την ναζιστική Χρυσή Αυγή.
Λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου του 2013, «αγανακτισμένη» η βουλευτής του ΚΚΕ Λιάνα Κανέλλη αποχωρούσε από την νέα θεατρική παράσταση που ανέβαζε η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής καταγγέλλοντας την διαδικασία, γιατί θεώρησε προκλητική την παρουσία του διοικητή της ΕΥΠ Θ. Δραβίλλα, διότι, θεώρησε, ο μπαγάσας, πρέπον να εισέλθει μετά της συνοδείας τριών γοριλών που, άκουσον-άκουσον, αρνούνταν να δώσουν οποιοδήποτε στοιχείο της ιδιότητάς τους.
Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί…
Και για να μην μας μαλώσει το κόμμα του λαού για επιλεκτική ευαισθησία δεν ξεχνούμε και τον Συ.ριζ.α.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στο Καρφί (10-4-2014):
«Υπόγειες διαδρομές μεταξύ Κουμουνδούρου και Κατεχάκη μαρτυρούν τα τελευταία 24ωρα οι κινήσεις που από καιρό έχουν αρχίσει να γίνονται από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ με στόχο, όπως λένε οι πηγές μας, αφενός τη δημιουργία αξιόπιστων συνδέσμων της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με ανθρώπους των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, αφετέρου την οργάνωση ενός καλύτερου μηχανισμού τεκμηρίωσης στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πρόσφατη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με συνδικαλιστές της κομβικής αυτής υπηρεσίας ήταν απλώς ένα πάτημα και η συζήτηση των συνδικαλιστικών τους αιτημάτων και εργασιακών τους προβλημάτων αποτέλεσε, όπως λένε οι καλά γνωρίζοντες, το πρόσχημα έτσι ώστε να ανοίξουν ξανά οι πόρτες της ΕΥΠ στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς φαίνεται ότι εκτός των άλλων θέλει να ελέγξει και τα παιχνίδια των πρακτόρων που εξελίσσονται καθημερινά στο εγχώριο (παρα)πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο της δημόσιας ζωής».
Οι «κακές γλώσσες» μιλούν, βέβαια, για παλαιές και σταθερές σχέσεις, ιδιαίτερα στην εποχή Κωνσταντόπουλου και λιγότερο επί εποχής Δαμανάκη.
Μόνο που η συγκεκριμένη συνδικαλιστική ομάδα πρακτόρων της ΕΥΠ δεν φαίνεται να τα πήγε και πολύ καλά στις εκλογές παρά την στήριξη του Συριζα:
«Οι συνδικαλιστικές δηλαδή δυνάμεις που ηττήθηκαν παταγωδώς πρόσκεινται στην πασοκική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ & του Καρχιμάκη (κίνηση των 75), στην Λούκα Κατσέλη και στους ΑΝΕΛ του Π. Καμμένου… Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πρόσκεινται στη ΝΔ, στο ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ, στην ΔΗΜΑΡ και στο ΚΚΕ ήταν οι θριαμβευτές των εκλογών μετά το πέρας της σημερινής καταμέτρησης των ψηφοδελτίων από τους Δικαστικούς Αντιπροσώπους» (πηγή Greek American News Agency).
Ώπα, η επανάσταση…
Δηλαδή, απ’ ότι καταλαβαίνουμε, το ΚΚΕ και ο Συριζα έχουν τους δικούς τους ανθρώπους στην ΕΥΠ κατά δική τους, ολόδική τους παραδοχή και ομολογία και βέβαια η ΕΥΠ συνεχίζει να έχει τους ανθρώπους της στο ΚΚΕ και στον Συριζα, αφού, πάλι κατά τη δική τους, ολόδική τους παραδοχή, είναι συνδικαλιστικά στελέχη αυτών των κομμάτων. Αυτά ακριβώς τα αριστερά κόμματα καταγγέλλουν συνεχώς και αδιαλείπτως τους αναρχικούς ως προβοκάτορες και ελεγχόμενους από τις κρατικές υπηρεσίες. Τώρα, ποιος βρίσκεται σε εντεταλμένη υπηρεσία, δεν είναι δύσκολο να το βρει κάποιος και δεν είναι ανάγκη να είναι και αναρχικός.
Ας συνεχίσουμε, όμως, να βλέπουμε τα πράγματα με μιαν άλλη «ματιά».
Πρόσφατα το ΚΚΕ «αποκατέστησε» τόσο το Ζαχαριάδη, όσο και τους Πλουμπίδη και Βελουχιώτη.
«Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη αποφασίζει την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη. Θεωρεί ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Παράλληλα η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι η διαφωνία του Άρη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας δεν δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας, καθώς και την αξιοποίηση από τον Άρη της φήμης και του σεβασμού, που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά δυνατή τη μετά θάνατο αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας.
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη καταγγέλλει την απόπειρα της αστικής και οπορτουνιστικής προπαγάνδας και ιστοριογραφίας που παίρνουν δήθεν υπό την προστασία τους τον Άρη, για να επιτεθούν στο ΚΚΕ. Στη λαϊκή συνείδηση, ο Άρης Βελουχιώτης είναι ταυτισμένος με την ηρωική πορεία του ΚΚΕ, τον αγώνα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Ο Άρης Βελουχιώτης τάχθηκε υπέρ της ένοπλης πάλης, που την απορρίπτουν όσοι επιχειρούν να τον οικειοποιηθούν.
16 Ιούλη 2011».
Το κόμμα δεν είναι πτώμα, πατάει όμως γερά στα «πτώματα» ζωντανών και νεκρών. Η δήθεν κομματική δοξολογία του Βελουχιώτη, που ονομάστηκε με έναν απόλυτα ανατριχιαστικό τρόπο «αποκατάσταση» είναι χαρακτηριστική της ιδεολογίας και της δογματικής πειθαρχίας που επιβάλλει και υποχρεώνει στους ακολουθητές του.
Το κόμμα, συνεπές στην τότε στάση του, που απομόνωσε και διευκόλυνε τη εξόντωση του Βελουχιώτη, όπως έκανε και με χιλιάδες άλλα μέλη του, που σάπισαν στις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σοβιετικής ένωσης, απονέμει εύσημα στην ουσία στον ίδιο του τον εαυτό, μη αποδίδοντας την κομματική ιδιότητα στο διαφωνούντα Βελουχιώτη, που παρ’ όλα αυτά «είχε δίκιο στην εκτίμησή του» !!!
Με αφορμή την αναφορά που κάναμε πιο πάνω και στην αποκατάσταση του Πλουμπίδη, να θυμίσουμε ορισμένα διδακτικά γεγονότα, που αφορούν το διάστημα πριν την σύλληψή του και συγκεκριμένα στις συλλήψεις που έγιναν το Μάρτη του 1949. Τότε πιάστηκε ο Στ. Αναστασιάδης, αλλά δεν πιάστηκε ο καθοδηγούμενος απ’ αυτόν, Ν. Πλουμπίδης. Πιάστηκε ο καθοδηγούμενος από τον Ν. Πλουμπίδη, βοηθός του, Β. Καββαδίας, αλλά δεν πιάστηκε ο αμέσως κάτω απ’ αυτόν Π. Διβέρης, ενώ πιάστηκε ο καθοδηγούμενος από τον Διβέρη, Π. Κιουρτσής.
Είναι φανερό, ότι η ασφάλεια έσπερνε την σύγχυση, κάλυπτε τους κατάλληλους ανθρώπους, και έπαιζε γενικά σαν την γάτα με το ποντίκι με εκείνους που πραγματικά καταδίωκε. Είναι, επίσης, ορατό σ’ αυτήν περίπτωση όπως και σε δεκάδες άλλες ότι η καταστολή δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με τις φανερές της επιπτώσεις όπως λόγου χάρη είναι οι συλλήψεις, αλλά συμπεριλαμβάνει ακόμη και μια ελεγχόμενη «συνέχεια» εντασσόμενη σε ένα χρονοδιάγραμμα που δεν είναι εύκολα αντιληπτό πολλές φορές και σε διαφορετικές καταστάσεις.
Την ευρύτερη περίοδο που διανύουμε, με τις ανυπολόγιστες δυνατότητες των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ο συντριπτικός όγκος των πληροφοριών συλλέγεται από τις λεγόμενες ανοικτές πηγές, όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το Διαδίκτυο. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο τμήμα της συλλογής πληροφοριών προέρχεται από ανθρώπινες πηγές, αλλά και από τη χρήση εξειδικευμένων τεχνικών μέσων που επιτρέπουν την υποκλοπή σημάτων για την παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών ή των ηλεκτρονικών εκπομπών ή συνδυασμού τους. Ξεχωριστή θέση στη συλλογή πληροφοριών μέσω τεχνικών μέσων έχει η φωτογράφιση, κυρίως από δορυφόρους αλλά και από τα γνωστά πλέον drones.
Είναι, επίσης, κατανοητό, ότι ο συνωστισμός μυστικών υπηρεσιών, γερμανικών, τουρκικών, αμερικανικών, ισραηλινών, ρωσικών, ή γαλλικών στον ελλαδικό χώρο και η μεταξύ τους συνεργασία ή διαφοροποίηση σε ορισμένα θέματα δεν μπορεί να δικαιολογεί οποιαδήποτε αυταπάτη, ότι διάφορα γεγονότα ή καταστάσεις επηρεάζονται ή θα επηρεαστούν εντονότερα στο άμεσο μέλλον.
Η αποσύνθεση ιδεών και πρακτικών ανοίγει κερκόπορτες, που είναι δύσκολο σύντομα να γίνουν και πάλι υπερασπίσιμες.
Είναι, επίσης, φανερό, ότι η «νόμιμη» δουλειά που είναι η μόνη αποδεκτή από τα αριστερά κόμματα, είναι επίσης ευάλωτη στην διάβρωση από τις μυστικές υπηρεσίες, όπως και η «παράνομη» δουλειά. Οι κλειστές συνωμοτικές ομάδες, παρ’ όλα αυτά, λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, είναι πιθανόν κάποια στιγμή να ελεγχθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και να στραφούν σε διαφορετικά μονοπάτια από εκείνα που ξεκίνησαν. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τις διαφορές ανάμεσα στην παροδική ένοπλη δράση και στον ένοπλο αγώνα, διαφορές που δεν μπορούν να ισοπεδώνονται ή σκοπίμως να αγνοούνται.
Η διασφάλιση και η περιφρούρηση από τυχόν διεισδύσεις της ασφάλειας και γενικότερα των μηχανισμών καταστολής ξεκινούν πρώτα απ’ όλα για τους αναρχικούς από την διασφάλιση των απόψεών τους.
Ας μην ξεχνούν άλλωστε πολλοί και διάφοροι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ τα λόγια του μαρξιστή ιστορικού Χομπσμπάουμ, που έλεγε ότι οι αναρχικοί είναι απαραίτητοι για την νίκη της επανάστασης, αλλά μετά απ’ αυτήν αποτελούν πρόβλημα…
Συσπείρωση Αναρχικών